- πολυλογάς, -ού
- -άδικο και -ούδικο αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος: Είναι ένας φοβερός πολυλογάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυλογάς — ο, θηλ. πολυλογού, ουδ. πολυλογούδικο αυτός που λέει πολλά λόγια, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογάς (II) (πρβλ. ψευτο λογάς)] … Dictionary of Greek
φιλόλαλος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να μιλά («φιλήκοος μᾱλλον ἤ φιλόλαλος», Διογ. Λαέρ.) 2. (με αρνητική σημ.) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λάλος «φλύαρος, πολυλογάς»] … Dictionary of Greek
φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως … Dictionary of Greek
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
αείφθογγος — ἀείφθογγος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που μιλάει συνεχώς, φλύαρος, πολυλογάς 2. (για πουλιά) αυτός που διαρκώς τιτιβίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φθόγγος < φθέγγομαι] … Dictionary of Greek
αμετρόφωνος — ἀμετρόφωνος, ον (Α) 1. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με μέτρο τη φωνή του 2. άμετρος στη γλώσσα, πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek
βάβαξ — ( ακος), ο (Α) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που συνδέεται με τα βαβάζω, βάζω, κ.ά.] … Dictionary of Greek
βαλανεύς — βαλανεύς, ο (Α) 1. υπηρέτης σε λουτρά 2. πολυλογάς, φλύαρος (επειδή ήταν παροιμιώδης η πολυλογία των βαλανέων). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον, ως υποχωρητικός σχηματισμός ή, κατ άλλους, βαλανείον < βαλανεύς (βλ. και βαλανείον)] … Dictionary of Greek